- κρεσέντο
- (ιταλ. crescendo). Μουσικός όρος που δηλώνει τη βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου. Στις νότες συνήθως υποδηλώνεται με το σημείο <. Το κ. άρχισε να συμβολίζεται με ειδικό σημείο στα μέσα του 18ου αι., αν και η χρήση του όρου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (αναφέρεται σε κείμενο του βιολιστή Ρουσό το 1687). Πολλά κ. συναντώνται στα μελοδράματα του Ροσίνι. Αντίστροφη έννοια είναι το ντιμινουέντο.
* * *και κρετσέντομουσ.1. (ως επίρρ.) με βαθμιαία αύξηση τής δύναμης τών ήχων2. ως ουσ. σειρά φθόγγων που πρέπει να εκτελεστούν με αυτόν τον τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crescendo < λατ. crescendum, τ. γερουνδίου τού λατ. ρ. cresco «αυξάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.